ομόλεκτος

ομόλεκτος
ὁμόλεκτος, -ον (Α)
αυτός που κάθεται στο ίδιο ανάκλιντρο δίπλα σε τρίκλινο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού ὁμόλεκτρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”